- ξέσφιγμα
- το [ξεσφίγγω]λύσιμο πράγματος δεμένου ή χαλάρωση πράγματος σφιγμένου, ξετέντωμα, λασκάρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσφίξιμο — το [ξεσφίγγω] το ξέσφιγμα … Dictionary of Greek
χάλαση — η / χάλασις, άσεως, ΝΑ [χαλῶ] χαλάρωση, ξέσφιγμα, λασκάρισμα, λύσιμο νεοελλ. 1. ελάττωση τού τόνου, τής σύστασης ή τής ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «χάλαση τού δέρματος» β. «χάλαση τού μυός» γ. «χάλαση τού πέους») αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek